- διακρότημα
- Φαινόμενο που οφείλεται σε μία ακολουθία αυξήσεων και ελαττώσεων της έντασης ενός ήχου, ο οποίος προέρχεται από την επαλληλία δύο ηχητικών κυμάνσεων με μικρή διαφορά στο ύψος, δηλαδή στις συχνότητές τους. Γενικότερα, το δ. ορίζεται ως η σύνθεση δύο αρμονικών ταλαντώσεων της ίδιας διεύθυνσης, των οποίων οι συχνότητες διαφέρουν πολύ λίγο. Τα δ. παρατηρούνται συνήθως όταν, για παράδειγμα, διασταυρώνονται δύο τρένα που έχουν και τα δύο τις σειρήνες τους σε λειτουργία. Το φαινόμενο μπορεί να ερμηνευτεί εύκολα, αν λάβουμε υπόψη ότι οι δύο απλοί ήχοι που προστίθενται χαρακτηρίζονται από περιοδική ακολουθία πυκνωμάτων και αραιωμάτων του αέρα. Συνεπώς, όταν μία φάση πύκνωσης ή αραίωσης συμπέσει με μία φάση του ίδιου τύπου του άλλου κύματος, υπάρχει αύξηση της έντασης (εύρους) του συνισταμένου ήχου, γιατί το στρώμα του αέρα που δέχεται δύο δράσεις του ίδιου τύπου συμπιέζεται ή αραιώνει περισσότερο από ό,τι αν δρούσε μόνο ένα κύμα. Αντίθετα, όταν έχουμε επαλληλία δύο φάσεων διαφορετικού τύπου, στο στρώμα του αέρα ενεργούν δύο αντίθετες δράσεις, οι οποίες αλληλοεξουδετερώνονται, με συνέπεια την εξασθένηση του συνισταμένου ήχου. Τελικά, το πλάτος της προκύπτουσας περιοδικής κίνησης (δ.) μεταβάλλεται αργά από το μηδέν έως το διπλάσιο του πλάτους των αρχικών ταλαντώσεων.
Dictionary of Greek. 2013.